ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Primary tabs
Ксения Климова
Ξένια Κλίμοβα
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Περίληψη
Η εφαρμογή των εθνογλωσσολογικών μεθόδων στην μελέτη του παραδοσιακού πολιτισμού των Βαλκανίων αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το υλικό που συγκετρώνεται στα πλαίσια επιτόπιας έρευνας στην Ελλαδικό χώρο με βάση το εθνογλωσσολογικό ερωτηματολόγιο που έχει συνταχθεί από την Α. Πλότνικοβα. Η μελέτη του ρητού, πραγματικού και δραστικού κώδικα του παραδοσιακού πολιτισμού της Ελλάδας μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αναδόμηση των αρχαϊκών βαλκανικών στοιχείων και στην αναζήτηση της προέλευσής τους.
Λέξεις-κλειδιά: εθνογλωσσολογία, ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός, λαογραφία, συγκριτική γλωσσολογία, βαλκανιολογία, βαλκανικός γλωσσικός δεσμός.
Abstract
Etholinguistic methods applied to the study of traditional Balkan culture give us significant results. The fieldwork materials from Greek territory collected on the basis of ethnolinguistic questionnaire by A. Plotnikova are especially interesting. The study of verbal, actional and subject codes of traditional culture of Modern Greece can contribute significantly to the reconstruction of archaic Balkan elements and to the research of their origin.
Keywords: ethnolinguistics, traditional Greek culture, folklore, comparative linguistics, balkan studies, Balkansprachbund.
Η εθνογλωσσολογία ασχολείται με τη μελέτη της γλώσσας ως πηγής πληροφοριών του λαϊκού πολιτισμού, την απόδοση στα έθιμα και στις δοξασίες της γλωσσικής αντίληψης του κόσμου. Η πρωταρχική εμφάνηση του όρου αυτού ανήκει στους Αμερικανούς ερευνητές Σέπιρ και Γουώρφ και χρησιμοποιήθηκε κατ’αρχήν για τη μελέτη των γλωσσών των ιθαγενών της Αμερικής, διότι χωρίς την γνώση του πολιτισμού τους δεν ήταν δυνατή ούτε η μελέτη των γλωσσών τους. Στην έννοια της σύγχρονης εθνογλωσσολογίας συναντώνται μία σείρα από ερευνητικές κατευθήνσεις. Κατά πολύ η εθνογλωσσολογία σχετίζεται με την κοινωνική γλωσσολογία, αλλά κατά την άποψη του πατέρα της ρωσικής εθνογλωσσολογίας Ακαδημαϊκού Νικήτα Τολστόϊ, η εθνογλωσσολογία μελετά τον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό και κατά συνέπεια, την λαϊκή διαλεκτολογική γλώσσα. Προκύπτει έτσι η αντίληψη, ότι υπάρχουν «πολιτισμικές διαλέκτοι» και ότι ο πολιτισμός μπορεί να μελετηθεί με την ίδια μεθοδολογία που χρησιμοποιείται και για τις διαλέκτους. Υπάρχουν δύο ορισμοί της εθνογλωσσολογίας, που εξέφρασε ο Νικήτα Τολστόϊ στο έργο του «Γλώσσα και λαϊκός πολιτισμός». Ο πρώτος ορισμός δίνει μια πιο στενή έννοια του όρου και ορίζει την εθνογλωσσολογία ως «τμήμα της γλωσσολογίας, ή ευρύτερα κατεύθυνση της γλωσσολογίας, που οδηγεί τον ερευνητή στη μελέτη των σχέσεων γλώσσας και πνευματικού πολιτισμού, γλώσσας και λαϊκής συνείδησης, γλώσσας και λαϊκής δημιουργίας, της αλληλοεξάρτησής τους και διαφόρων μορφών αλληλοσυσχετισμού τους» [Tolstoj 1995: 27]. Ο ευρύτερος όρος θεωρεί την εθνογλωσσολογία «συνδυασμό γνωστικών αντικειμένων, που μελετά το σχήμα του περιεχομένου του πολιτισμού, την λαϊκή ψυχολογία και μυθολογία, ανεξάρτητα από τα μέσα και τις μεθόδους της τυπικής τους εμφάνησης (η λέξη, το αντικείμενο, το έθιμο, η εικόνα και ούτω καθ’ εξής)» [Tolstoj 1995: 39 – 40]. Η σύγχρονη επιστήμη αντιμετωπίζεται, κυρίως, την εθνογλωσσολογία με την δεύτερη έννοια.
Ο Νικήτα Τολστόϊ αναλύοντας τον όρο «εθνογλωσσολογία», ερμηνεύει το πρώτο συστατικό της λέξης εθνο- αναφέροντας ότι «η εθνογλωσσολογία ασχολείται με τον λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό στην εθνική, περιφερειακή και διαλεκτολογική εμφάνισή του, στη βάση των οποίων αναδομείται η προ-ιστορική του κατάσταση». Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό του όρου, -γλωσσολογία, εξηγεί ότι (α) η βασική πηγή της μελέτης της είναι η γλώσσα, διότι η γλώσσα είναι η πιο συντηρητική πλευρά του πολιτισμού, (β) ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως σημειολογικό σύστημα και (γ) ότι η εθνογλωσσολογία χρησιμοποιεί πολλούς γλωσσολογικούς όρους και έννοιες (αναδόμηση, σημασία, γλωσσογεογραφία, περιφερειολογία κλπ.).
Η ρητή γλώσσα και η γλώσσα του πολιτισμού μοιάζουν, αλλά και διαφέρουν. Τα στοιχεία της γλώσσας του πολιτισμού είναι ετερογενή, έχουν διαφορετική υπόσταση και τα στοιχεία της γλώσσας είναι μονογενή.
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σημαντική εξέληξη στον τομέα της εθνογλωσσολογικής έρευνας των σλαβικών γλωσσών και παραδόσεων. Στη Μόσχα κυκλοφόρησαν οι τόμοι του εθνογλωσσολογικού λεξικού «Σλαβικός πολιτισμός». Στο Ινστιτούτο Γλωσσολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στην Αγία Πετρούπολη, υπό την επιμέλεια του Α. Σόμπολεφ, εκπονείται Μικρός Διαλεκτολογικός Άτλας των βαλκανικών γλωσσών, στον οποίο υπάρχει και εθνογλωσσολογικό τμήμα. Υλικό για τον Άτλαντα σύλλεγεται με βάση γλωσσικό και εθνογλωσσικό ερωτηματολόγιο. Το εθνογλωσσολογικό ερωτηματολόγιο έχει συνταχθεί από την Α. Πλότνικοβα, επιστημονικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Σλαβικών Μελετών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα. Προορίζεται για τη μελέτη της εθνογλωσσικής κατάστασης στα πλαίσια του Βαλκανικού Γλωσσικού Δεσμού. Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από τέσσερα βασικά μέρη: (α) το λαϊκό ημερολόγιο, (β) οικονομικά έθιμα και τελετουργίες, (γ) οικογενειακή τελετουργικότητα και (δ) μυθολογία.
Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού πραγματοποιούμε λαογραφικές αποστολές και κάνουμε επιτόπια έρευνα στην Ελλάδα. Συγκεντρώσαμε υλικό με βάση και τα τέσσερα μέρη του ερωτηματολογίου, όπως επίσης και συμπληρωματικές ερωτήσεις. Είναι πολύ σημαντικό, ότι το πρόγραμμα της Α. Πλότνικοβα, παρότι είναι προσανατολισμένο στη βαλκανοσλαβική περιοχή, απέδωσε θετικά αποτελέσματα σε όλες αυτές τις αποστολές. Σε όλους τους πολιτισμούς των Βαλκανίων παρουσιάζονται ομοιογενή στοιχεία. Σημειωτέον, ότι αυτά τα κοινά στοιχεία παρατηρούνται όχι μόνο σε γενετικά συγγενικούς πολιτισμούς, αλλά και σε πολιτισμούς που έχουν διαφορετική προέλευση. Έτσι, παρόμοια φαινόμενα υπάρχουν και στην Ελλάδα, και στον πολιτισμό των Νότιων Σλάβων, και στη ρουμανικό, ακόμα και στον πολιτισμό των Αλβανών, παρότι έχουν διαφορετική θρησκεία. Κατόπιν συγκρίσεως των ελληνικών στοιχείων που συγκεντρώσαμε στις αποστολές με αντίστοιχα από άλλες γλώσσες της περιοχής των Βαλκανίων, προέκυψαν πολλές ομοιότητες και στο λεξικολογικό και στο πολιτισμικό επίπεδο. Παραδείγματος χάριν, σε όλα τα Βαλκάνια συναντάται το έθιμο την πρώτη Μαρτίου να βάζουν στο χέρι ή στο λαιμό μια ασπροκόκκινη κλωστή «για να μην σε πιάσει ή να μην σε μαυρίσει ο ήλιος». Αντοίστοιχο έθιμο συναντάται και σε άλλες βαλκανικές χώρες, αλλά τη κλωστή μπορεί να τη δένουν και στο χέρι, και στο λαιμό, και στα ρούχα ανθρώπων, και στα ζώα. Η ονομασία της κλωστής αυτής σε όλες τις βαλκανικές χώρες σχετίζεται με τον Μάρτη. Στην Ελλάδα λέγεται Μάρτης, στη Βουλγαρία - мартеница, марта, мартенка[1], στη Ρουμανία - mărţişor κλπ. Ή ακόμα σε όλες τις βαλκανικές χώρες υπάρχουν δοξασίες για τα πονηρά πνεύματα που εμφανίζονται το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνια, το δωδεκάμερο δηλαδή, και βλάπτουν τους ανθρώπους. Στην Ελλάδα λέγονται καλικάντζαροι ή καλκάντζαροι, καλικαντζαραίοι στη Μάνη, στη Σερβία λέγονται караконџуле, στα Σκόπια - караконџоли, στη Βουλγαρία - караконджо, карканджур, каракандзер, калакандур, στη Ρουμανία - carcándzal, στην Αλβανία - karkanxóll. Αυτά τα πλάσματα δεν έχουν μόνο όμοιες ονομασίες, αλλά και όμοια μορφή: είναι μαυρά, τριχωτά, πολύ άσχημα, κακά, πολλές φορές με τραγίσια πόδια και με ουρά, κλέβουν μικρά παιδιά, νεαρές κοπέλες κλπ.
Συχνά στην Ελλάδα ελλείπει ο όρος, αλλά υπάρχει το πολιτισμικό φαινόμενο. Για παράδειγμα, τόσο στη Μάνη, όσο και στη Ρόδο υπάρχει έθιμο τα Χριστούγεννα αυτοί που λένε τα κάλαντα να κρατούν στα χέρια τους ραβδιά με τα οποία χτυπούν τη γη ή τους νοικοκύρηδες για να είναι γεροί τον καινούργιο χρόνο, αλλά δεν υπάρχει όρος που να προσδιορίζει αυτό το ραβδί. Ενώ σε άλλες βαλκανικές χώρες που συναντάται αυτό το έθιμο μπορούν να υπάρχουν και αντίστοιχοι όροι. Παραδείγματος χάρην, στη Βουλγαρία αυτό το ραβδί λέγεται коледница, коледничка, твяга, στη Ρουμανία – topuzgană, colidnă. Επίσης, την ημέρα του Αη-Γιάννη στη Μάνη, όπως άλλωστε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, υπάρχει έθιμο να ανάβουν φωτιές, αλλά η φωτιά αυτή δεν έχει κάποια ειδική ονομασία. Αλλά στη Σερβία την έχει – ή φωτιά αυτή λέγεται крес ή лиле, όπως και στη Βουλγαρία – яньов огьн. Άλλες φορές πάλι συναντάται το αντίστροφο φαινόμενο, όταν δηλαδή υπάρχει δυνάμει ο όρος, αλλά δεν αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη τελετουργία. Σε αυτή την περίπτωση ανήκουν πολλές ονομασίες εορτών, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε κάποιο έθιμο.
Πολλές φορές οι ονομασίες του ίδιου φαινομένου δεν είναι ακριβώς ίδιες, αλλά έχουν ίδια εσωτερική μορφή. Για παράγειγμα η ονομασία του μεγάλου τελετουργικού ψωμιού, που ψήνουν για το πρωτοχρονιάτικο γεύμα, στο οποίο βάζουν μικρές βέργες, σπόρους ή/και φλουρί για να καθορίσουν την τύχη του κάθε μέλους της οικογένειας, έχει την εσωτερική μορφή «η πίτα ή το ψωμί του Βασιλείου»: Βασιλόπιτα στα ελληνικά, васильова баница στα βουλγαρικά, Света Васильева погача στο ιδίωμα των Σκοπίων. Και αντίστροφα, το ίδιο φαινόμενο μπορεί να έχει τελείως διαφορετικές ονομασίες σε διάφορες γλώσσες. Παραδείγματος χάριν, το τελετουργικό ψωμί που ψήνουν τα Χριστούγεννα έχει όμοια μορφή στις χώρες της Βαλκανικής (είναι μεγάλο καρβέλι με χριστιανικά σύμβολα στην επιφάνεια), αλλά στο γλωσσικό επίπεδο οι ονομασίες αυτού του ψωμιού είναι τελείως διαφορετικές, ακόμα και στην εσωτερική μορφή τους: Χριστόψωμο στην Ελλάδα, δηλαδή {το ψωμί του Χριστού}, чесница, срећа, δηλαδή {ευτυχία} στη Σερβία, пита, колак {κουλούρα} στη Βουλγαρία κλπ. Ή ακόμα υπάρχουν αντιλήψεις για κάποια θηλυκά μυθολογικά πρόσωπα με θελκτικό παρουσιαστικό που βοηθάνε ή βλάπτουν ανθρώπους. Μένουν συνήθως σε ισκιερά, δροσερά μέρη, κοντά σε βρύσεις. Στην Ελλάδα λέγονται Νεράϊδες, στις νοτιοσλαβικές χώρες οι ονομασίες τους έχουν την ίδια ρίζα вила: вила, самовила, самовилка στη Σερβία, самовила στη Βουλγαρία, rusalii στη Ρουμανία, zanët, jashtësmeja, nuse mallet στην Αλβανία.
Μερικές φορές ο ελληνικός όρος γινόταν αιτιολογική ρίζα για άλλες βαλκανικές γλώσσες με επόμενες εξελίξεις των εννοιών του. Έτσι από την ελληνική λέξη στοιχείο (στοιχειό) σε πόλλες γλώσσες κατάγονται λέξεις με αυτή τη ρίζα: стуха, стува στο Μαυροβόυνιο, стия, стиха στα Σκόπια, стихо, стихя στη Βουλγαρία, stihi, stihijo στην Αλβανία. Αλλά οι σημασίες των λέξεων αυτών δεν είναι όλες ίδιες με τη ελληνική: η πρώτη σημασία, η ελληνική – τα δαιμόνια του νερού, της φωτιάς, του αέρα, της γης, 2) ο άνθρωπος, η ψυχή του οποίου, όταν κοιμάται, πολεμά με δαιμονικά πλάσματα (Αλβανία), 3) ο δαιμονοειδής φύλακας, προστάτης του χωριού (Σκόπια), 4) ο φτερωτός άνθρωπος – φίδι, που βγάζει φλόγα από το στόμα του (Μαυροβούνιο), 5) το πλάσμα θυληκού γένους, που ζει στα ποτάμια, με λυμένα μαλλιά, με τα οποία πνίγει ανθρώπους (Βουλγαρία).
Ο ρόλος του ελληνικού υλικού για τη συγκριτική μελέτη του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής των Βαλκανίων είναι πολύ σημαντικός. Το βασικό ερώτημα της βαλκανιολογίας είναι, αν η ομοιογένεια πολιτισμών διάφορων λαών που κατοικούν τα Βαλκάνια είναι αποτέλεσμα του μεταγενέστερου «μείγματός» τους, της αιώνιας αλληλοεπιδράσεως αυτών των πολιτισμών, ή είναι καθορισμένη από μια κάποια προ-δομή που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ελληνική. Με βάση την εθνογλωσσολογική μελέτη του ρητού, πραγματικού και δραστικού κώδικα του παραδοσιακού πολιτισμού της Ελλάδας μπορεί να προχωρήσει σημαντικά η αναδόμηση των αρχαϊκών βαλκανικών στοιχείων και να εξετασθεί το ερώτημα, αν η πηγή τους ήταν ο ελληνικός χώρος.
Βιβλιογραφία
Plotnikova 2009 – Плотникова А. А. Материалы для этнолигвистического изучения балканославянского ареала. M, 2009.
Tolstoj 1995 – Толстой Н. И. Язык и народная культура. M., 1995.
[1] Όρους από άλλες βαλκανικές χώρες βλ. [Plotnikova .2009].